dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άδεια αλιείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fischereilizenz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια αλιείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angelschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια αλιείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fischereierlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)